- ταχυποδία
- η быстроногость
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ταχυποδία — η, Ν το να είναι κανείς ταχύπους, το να τρέχει με μεγάλη ταχύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχύπους, οδος. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Αγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek